μούρλα

μούρλα
και μούρλια, η
1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία
2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια
3. (στον τ. μούρλια)
α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια»)
β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρλαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μούρλια — η βλ. μούρλα …   Dictionary of Greek

  • βούρλα — η 1. η μούρλα, η τρέλα. 2. αρρώστια των προβάτων, χλαπάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούρλια — μούρλια, η και μούρλα, η 1. τρέλα, παλαβομάρα, ανισορροπία. 2. φρ., «Είναι μούρλια», είναι θαυμάσιο, εξαιρετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”